Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Ζορπά, πού είσαι;

Zορπά, πού είσαι;




Η ζέστη ήταν ζεστή. Σκονισμένη.



- Θέλω να γεμίσω την μπανιέρα παγάκια και να κολυμπήσω. Θέλω να παγώσω. Θέλω να σβήσω τη ζεστή ζέστη από πάνω μου… μουρμούρισα.

Ο Ζορπάς γέλασε. Μα τι ανοησίες έλεγα πρωί πρωί;

- Δεν μπορείς να κολυμπήσεις μες στα παγάκια. Έλιωσε το μυαλουδάκι σου από τη ζέστη.

Δίκαιο είχε ο Ζορπάς. Πώς θα κολυμπούσα μες στα παγάκια εγώ με τα κιλά μου;

Πήρα μια βεντάλια. Την κούνησα τρεις φορές μπροστά στο πρόσωπό μου και πέντε μπροστά στη μουσούδα του Ζορπά. Είχε περισσότερη ανάγκη δροσιάς από μένα. Ζεσταινόταν χίλιες φορές παραπάνω από μένα. Φορούσε ο καημένος ένα χοντρό μόνιμο παλτό μες στο κατακαλόκαιρο.

- Εσύ Ζορπά τι θέλεις;

Σκέφτηκε διάφορα… τρελά, παράλογα, λογικά. Στο τέλος αποφάσισε.

- Θέλω να με βάλεις μέσα στο ψυγείο. Θέλω να κάνω πάρτι με τα παγάκια, με τα παγωτά, με τις λεμονάδες, με το γλυκό καρυδάκι και το γλυκό σύκο.

Σίγουρα ήθελε πολλά. Το ψυγείο δεν τον χωρούσε. Πώς θα τον έβαζα μέσα; Μέσα ξεκουράζονταν μια καμηλοπάρδαλη, ένας ελέφαντας, μια αγριόγατα. Αλήθεια! Από τη ζεστή ζέστη είχε πραγματικά λιώσει το μυαλουδάκι μου. Ακούς εκεί καμηλοπάρδαλη, ελέφαντας και αγριόγατα μες στο ψυγείο μου…

Έβαλα σε ένα πιάτο κουρασμένα μπισκότα. Έγειραν το ένα πάνω στο άλλο. Ήθελαν ύπνο, πολύ ύπνο. Έφαγα ένα. Μμμμ … ήτανε πολύ νόστιμο. Ο Ζορπάς δεν είχε δικαίωμα στα κουρασμένα μπισκότα.

- Θέλω κι εγώ ένα κουρασμένο μπισκότο.

- Δεν κάνει… η ζάχαρη δεν είναι καλή για τους σκύλους.

- Ούτε για τους ανθρώπους, αλογοκεφτέ!

Αλογοκεφτές εγώ; Ναι, εγώ! Όταν θύμωνε ο Ζορπάς με έβλεπε μπροστά του σαν ένα τεράστιο αλογοκεφτέ.

Θύμωσα όμως κι εγώ. Δεν μου άρεσε καθόλου η προσφώνηση αυτή. Πήρα δυο ξεσκονόπανα κι άρχισα να ξεσκονίζω. Ήθελα να μου φύγει ο θυμός. Ξεσκόνιζα και γκρίνιαζα.

- Εγώ δεν είμαι αλογοκεφτές. Είμαι η μαντάμ πεταλούδα.

Με τα δυο ξεσκονόπανα έκανα δυο φτερά και πετούσα ανάμεσα στις καρέκλες. Ανέβηκα και πάνω στο τραπέζι για να νιώσω πιο κοντά στον ουρανό. Αν δεν είχαμε ταβάνια στα σπίτια τι καλά…

- Μια ωραία πεταλούδα, μια ωραία πεταλούδα μες στη ζέστη μια φορά…

Τραγουδούσα και ξεσκόνιζα. Η ώρα πέρασε. Γιατί δεν ακουγόταν ο Ζορπάς; Ούτε η βαριά αναπνοή του, ούτε το ροχαλητό του. Έψαξα εκεί που άπλωνε για να κοιμηθεί. Εκεί που καθόταν για να σκεφτεί. Εκεί που ροχάλιζε. Εκεί που έτρωγε τροφή. Εκεί που έπινε νερό. Πουθενά. Αμάν … ο φίλος μου… πού είχε πάει ο φίλος μου; Και ήτανε και καύσωνας. Και φορούσε ένα μόνιμο χοντρό παλτό.

- Φίλε, φίλε, πού είσαι φίλε, φίλε θα τρελαθώ!

Φόρεσα τα παπούτσια μου και βγήκα στους δρόμους κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού. Ομπρέλα δεν είχα. Άνοιξα τα μάτια μου και τα αυτιά μου καλά. Έπρεπε να βρω το φιλαράκι μου. Ο ήλιος του καλοκαιριού δεν αστειευόταν. Ζάλιζε κάθε πεζό κάτω από τον ουρανό. Και το φιλαράκι μου ούτε καπέλο φορούσε, ούτε γυαλιά του ήλιου, ούτε αντηλιακή κρέμα.

Στο δρόμο μου συνάντησα μια μύγα.

- Μύγα, μην είδες τον καλύτερό μου φίλο;

- Ένα γάτο άγκυρας με μουστάκια;

- Όχι … ένα σκύλο από το Θιβέτ με μουστάκια κι ένα χοντρό μόνιμο παλτό.

Η μύγα έκατσε πάνω στα χέρια, τα πόδια, το μέτωπο, τα φρύδια, τη μύτη μου.

- Η μύτη σου είναι το μεγαλύτερο αεροδρόμιο που έχω προσγειωθεί. Ένας τεράστιος δίαυλος!

Έδιωξα τη μύγα με το αριστερό μου χέρι.

- Ξουτ, ξουτ… μην με κοροϊδεύεις κι εσύ.

Με δάκρυα στα μάτια συνέχισα το ψάξιμό μου. Η μύγα είχε δίκαιο. Κουβαλούσα πάντα μια μύτη αεροδρόμιο. Μα αυτήν είχα, αυτήν κουβαλούσα. Δεν είχα μύτη γαλλική που ήτανε και πιο μικρή.

- Ζορπά, πού είσαι; Φίλε, φίλε, πού είσαι φίλε, φίλε θα τρελαθώ!

Έφτασα στο αστυνομικό τμήμα. Έπρεπε να δηλώσω την εξαφάνιση του σκύλου μου. Παρόλη τη ζέστη, το μυαλό μου λειτουργούσε. Τι καλά που λειτουργούσε! Ευτυχία είναι να είναι ζέστη κι όμως το μυαλό σου να δουλεύει. Ο ιδρώτας όμως έτρεχε από το πρόσωπό μου και πότιζε τα πλακάκια του αστυνομικού τμήματος.

- Ψιχαλίζει έξω; ρώτησε ένας αστυνομικός που ήτανε πανύψηλος, χοντρός, με φαλάκρα, μουστάκι, μαύρα μυτερά παπούτσια, μαύρο παντελόνι, γαλάζιο πουκάμισο.

- Χάθηκε ο Ζορπάς. Έφυγε από το σπίτι.

Ο αστυνομικός πήρε χαρτί και μολύβι για να γράψει τα στοιχεία του χαμένου.

- Όνομα και επίθετο παρακαλώ.

- Ζορπάς.

- Δεν έχει άλλο;

- Όχι…

- Ετών…

- Έξι μηνών και δέκα ημερών.

- Τι; Και περπάτησε και έφυγε από το σπίτι;

- Μάλιστα. Με τα τέσσερα…

Ο αστυνομικός με κοίταξε καλά καλά. Πέταξε το μολύβι με θυμό. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του. Πήρε από μέσα γυαλιστερές χειροπέδες. Ο εκτυφλωτικός ήλιος από το παράθυρο μπήκε και τους έδωσε πιο πολλή λάμψη.

- Ή φεύγετε από το αστυνομικό τμήμα ή σας περνάω τις χειροπέδες. Σας βάρεσε η ζέστη κατακέφαλα; Πηγαίνετε σπίτι και κάντε ένα κρύο ντους… ηλιόπληκτη, ε ηλιόπληκτη…

Έφυγα. Ένιωθα χαμένη. Πού θα έψαχνα για το Ζορπά μου;

Αν πήγαινα στο Δήμαρχο που φρόντιζε για τα προβλήματα των πολιτών του; Έτσι τουλάχιστον έλεγε. Κι εγώ είχα μεγάλο πρόβλημα. Σοβαρό. Είχα χάσει τον καλύτερό μου φίλο. Ανέβηκα τα σκαλιά του δημαρχείου με μια πήχη γλώσσα έξω από το στόμα. Η γραμματέας του δημάρχου, μια αντιπαθητική, αγενέστατη κυρία μού έκοψε το δρόμο.

- Είστε καταϊδρωμένη.

- Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο, εσείς όχι. Θέλω να δω το Δήμαρχο.

- Δεν γίνεται. Δεν έχετε ραντεβού.

- Έχω λόγο σοβαρό. Πολύ σοβαρό. Κάντε τόπο να μην χλιμιντρίσω…

- Α…. Φάγατε αλογοκεφτέ!

- Όχι … είμαι αλογοκεφτές!

Δεν είδα το Δήμαρχο. Η γραμματέας με έσπρωξε με δύναμη και κατρακύλησα σαν βαρελάκι από τα σκαλιά του δημαρχείου. Φάνηκε το κόκκινο βρακί μου μα κανείς δεν το είδε. Ήτανε τόσο ζεστή η ζέστη που κανείς δεν ήταν μες στους δρόμους παρά μόνο εγώ.

Συνέχισα να φωνάζω…

- Ζορπά, πού είσαι; Φίλε, φίλε, πού είσαι φίλε, φίλε θα τρελαθώ!

Με φωνές και ιδρώτα έφτασα έξω από ένα τηλεοπτικό σταθμό. Κλιγκ λόγκο έκανε η φαεινή ιδέα μες στο μυαλό μου. Θα έστελλα μήνυμα μέσω της τηλεόρασης. Όποιος έβρισκε το Ζορπά θα έπαιρνε αμοιβή όσα κουρασμένα μπισκότα ήθελε. Σκούπισα τον ιδρώτα μου πριν μπω μες στον τηλεοπτικό σταθμό. Σκέφτηκα τα λόγια που θα έλεγα στον υπεύθυνο του σταθμού. Ξηγημένα όλα από την αρχή.

Έβαλα το σταυρό μου και μπήκα μέσα. Εκείνη την ώρα είχανε μια ζωντανή εκπομπή για τα ζώα, τους επίγειους, τους πτερωτούς, τους ενάλιους και τους αμφίβιους φίλους του ανθρώπου. Ταίριαζα κι εγώ στην εκπομπή. Μου έδωσαν μια καρέκλα και κοίταξα την κάμερα. Χαμογέλασα. Είπα τα δικά μου, όσα ένιωθα.

- Μεγάλο πράγμα η αγάπη. Ούτε μαύρο,ούτε σκόνες, ούτε καυτός ήλιος. Χρώμα είναι, χαμόγελο στη ζωή μας. Κι εγώ αγαπώ το Ζορπά. Ζορπά μου πού είσαι; Φίλε μου καλέ θα τρελαθώ…

Ζήτησα από όλους τους τηλεθεατές,

- Βοηθήστε με να βρω το Ζορπά!

Ευχαρίστησα για τη φιλοξενία και κατακουρασμένη ξεκίνησα για το σπίτι. Στο δρόμο μου ξανά η ενοχλητική μύγα.

- Τι έγινε αλογοκεφτέ; Έγινες και σταρ τηλεοπτική; Σε είδα, σε καμάρωσα και σένα και τη μύτη σου το μεγάλο αεροδρόμιο. Από αυτή σε αναγνώρισα.

- Ξουτ ξουτ …

Έφτασα βρόμικη και κουρασμένη στο σπίτι. Ο ήλιος είχε καταφέρει μια μεγάλη νίκη. Ήμουνα ηλιόπληκτη. Έπεσα βαριά πλατιά στον καναπέ. Η τηλεόραση ανοιχτή. Την είχα ξεχάσει;

Μέσα … από το μέσα δωμάτιο ένας θόρυβος. Ιδέα μου… κούραση… μαζεμένος σκληρός ήλιος.

Έκλεισα τα μάτια μα μια φωνή με τίναξε ένα μέτρο πάνω.

- Αλογοκεφτέ, πού είσαι; Φίλε, φίλε, πού είσαι φίλε θα τρελαθώ.

Ακολούθησα τη φωνή. Με οδήγησε στην μπανιέρα. Μια μπανιέρα γεμάτη παγάκια. Και μέσα ο Ζορπάς να κολυμπά!